συνιππαζομαι

συνιππαζομαι
    συνιππάζομαι
    συν-ιππάζομαι
    вместе ехать верхом Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "συνιππαζομαι" в других словарях:

  • συνιππάζομαι — ΜΑ, και ενεργ τ. συνιππάζω Μ ιππεύω μαζί με ἄλλους, μετακινούμαι έφιππος μαζί με άλλους («συνιππαζομένου Σκύθαις», Πλούτ.) μσν. μτφ. συνακολουθώ, παρέπομαι («λόγοι πνευματικοὶ βίον σεμνόν μὴ ἔχοντες συνιππάζοντα στάχυές εἰσιν ἀνεμόφθοροι», Παλλάδ …   Dictionary of Greek

  • συνιππάζῃ — συνιππάζομαι ride with pres subj mp 2nd sg συνιππάζομαι ride with pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνιππαζομένου — συνιππάζομαι ride with pres part mp masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνιππαζόμενοι — συνιππάζομαι ride with pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνιππαζόμενος — συνιππάζομαι ride with pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνιππάζετο — συνιππάζομαι ride with imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνιππάζοντο — συνιππάζομαι ride with imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνιππάσατο — συνιππάζομαι ride with aor ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνιππάζω — Μ βλ. συνιππάζομαι …   Dictionary of Greek

  • συνιππεύω — Α [ἱππεύω] συνιππάζομαι* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»